ἐφοπλίσαντες

ἐφοπλίσαντες
ἐφοπλίζω
get ready
aor part act masc nom/voc pl
ἐφοπλίζω
get ready
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφοπλιστής — ο 1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και τό χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος 2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης 3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”